- αμείβω
- (αόρ. ήμειψα, παθ. αόρ. ημείφθην) μετ.1) вознаграждать (кого-л.); платить, отплачивать (кому-л.); 2) награждать (улыбкой, взглядом и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμειβώ — ἀμειβώ ( οῡς), η (Μ) [ἀμείβω] αμοιβή … Dictionary of Greek
ἀμείβω — change pres subj act 1st sg ἀμείβω change pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείβω — αμείβω, άμειψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
αμείβω — άμειψα, αμείφτηκα 1. ανταμείβω, βραβεύω: Για τις υπηρεσίες του αυτές δεν αμείφτηκε. 2. η μτχ. ενεστ. στον πληθ., οι αμείβοντες σημαίνει δύο δοκάρια που έχουν συνδεθεί σε σχήμα Λ και τα οποία, στερεωμένα στο κατάστρωμα του πλοίου, χρησιμεύουν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμείβῃ — ἀμείβω change pres subj mp 2nd sg ἀμείβω change pres ind mp 2nd sg ἀμείβω change pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείψασθε — ἀμείβω change aor imperat mid 2nd pl ἀ̱μείψασθε , ἀμείβω change aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) ἀμείβω change aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείψουσι — ἀμείβω change aor subj act 3rd pl (epic) ἀμείβω change fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμείβω change fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείψουσιν — ἀμείβω change aor subj act 3rd pl (epic) ἀμείβω change fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμείβω change fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειβομένω — ἀμείβω change pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἀμείβω change pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειβομένων — ἀμείβω change pres part mp fem gen pl ἀμείβω change pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)